ισοζυγώ

ισοζυγώ
(Α ἰσοζυγῶ, -έω) [ισόζυγος]
κάνω κάτι ίσο με κάτι άλλο κατά το βάρος, ισοζυγίζω
νεοελλ.
έχω το ίδιο βάρος, ισορροπώ, αντιστοιχώ με κάποιον άλλο
2. βρίσκομαι σε οικονομική ισορροπία, έχω ισοζύγιο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ισοζυγίζω — και ισοζυγιάζω (Μ ἰσοζυγιάζω) κάνω δύο πράγματα να έχουν το ίδιο βάρος, ισοσταθμίζω νεοελλ. 1. έχω το ίδιο βάρος με κάποιον, ισοζυγώ, βρίσκομαι ή θέτω σε ισορροπία, ισοσταθμίζω, ζυγοστατώ 2. ισοφαρίζω κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ἰσοζυγίζω < ἰσόζυγος,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”